Άδολη Αγάπη
Πεινούσε και διψούσε, θυμόταν, κι ότι προσπαθούσε να την ξυπνήσει με κραυγές και κλάματα. Άδικος ο κόπος του. Μεθυσμένη, ανάσκελα στον μισοβουλιαγμένο καναπέ, ροχάλιζε. To τσιγάρο, αξέχαστα, κάπνιζε στο ξεχειλισμένο τασάκι.
Μεγαλώνοντας, περίμενε υπομονετικά να κάνει τη δουλειά του το τσίπουρο. Μετά, μπορούσε να ξεπορτίζει ελεύθερα. Παράτησε το σχολείο στα δεκατέσσερα. Εκείνη είχε γεράσει πρόωρα. Ενηλικιώθηκε μέσα στους υπνικούς της σπασμούς και τις αναθυμιάσεις του οινοπνεύματος. Βρωμερά πράγματα, που τ’ αγαπούσε όσο και την ίδια. Έκανε και φυλακή, ένα φεγγάρι. Μέσα απ’ το κελί, φρόντιζε να μην της λείπει τίποτα.
Τώρα, η μητέρα, κειτόταν ανάσκελα πάλι· σαν κοιμισμένη. Μύριζε αλκοόλ το δωμάτιο, αλλά το μπουκάλι είχε απομείνει μισογεμάτο κι η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν στ’ αξύριστα μάγουλά του.
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick