Αδικοχαμένη
Μπροστά στα καλοχυμένα πόδια της, κελαριστό ποτάμι κυλούσε η ζωή, και η καλή σου τη ρουφούσε με μια δίψα ακόρεστη. Όλοι την ορμηνεύαμε, αλλά που…
Κόχλαζε το αίμα της· κανέναν δεν άκουγε· μόνο ξεκαρδιζόταν μ’ εκείνο το γέλιο της το γάργαρο, τ’ ανέμελο, κοιτώντας μας αφ’ υψηλού με το χαρακτηριστικό βλέμμα των κοριτσιών που θεωρούν τον κόσμο ολάκερο, δικαιωματικά δικό τους.
Ξεπαπουτσώθηκε κι άρχισε να γδύνεται νωχελικά. Κάμποση ώρα, περπάτησε πάνω-κάτω στην αμμουδερή ακροποταμιά· σαν να το ξανασκεφτόταν, σαν να ερχόταν στα συγκαλά της. Αλίμονο! Ξαφνικά, άρχισε να τρέχει με μεγάλες, γρήγορες διασκελιές, βουτώντας στα γκριζοπράσινα, ορμητικά νερά. Με δυνατές απλωτές έβαλε στόχο την αντιπέρα όχθη, μα ήτανε, η καημενούλα, τόσο άμαθη…
Την πήρε το ρεύμα· δεν ξανακούστηκε τίποτα γι’ αυτήν.
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick, 121 Words