Ασυγχώρητη!
Είναι πάντα υπέροχος ο Δεκαπενταύγουστος στην πολίχνη μας! Κουτσοί-στραβοί, συν γυναιξί και τέκνοις, φορτώνονται όλοι στ’ αυτοκίνητά τους· φευγάτοι για το μοναστήρι της Παναγιάς της Εμποροπανηγυριώτισσας, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα δυτικά, στα ορεινά της επαρχίας, μας αφήνουν στην ησυχία μας.
Ξύπνησα αργά, ευδιάθετος, ήπια ένα καφεδάκι και κίνησα για μια μεσημεριάτικη βόλτα στην προκυμαία. Το δροσερό μελτεμάκι ήταν χαρά Θεού.
Καθώς διέσχιζα ανέμελος μια διάβαση πεζών, η άγνωστη ξανθιά με τα σκούρα αεροπορικά γυαλιά έπεσε καταπάνω μου με τη τζιπάρα της. Από που στο διάτανο είχε ξεφυτρώσει! Ένα μυξιάρικο τσιουάουα μέσα στο αυτοκίνητο, γάβγιζε λυσσαλέα· αυτή ήταν η τελευταία μου θύμηση.
Το ίδιο πρόσωπο να μου χαϊδεύει τρυφερά το χέρι, ήταν η πρώτη εικόνα που αντίκρυσα απ’ το κρεβάτι του πόνου, επανερχόμενος στους ζωντανούς κάμποσες μέρες αργότερα. Χωρίς τα ματογυάλια της, με κοίταζε με τα τσακίρικα μάτια της υγρά, κατασυγκινημένη. Το μένος μου εξατμίστηκε στιγμιαία. Ξέχασα και τη μήνυση και τα πάντα όλα! Η Μαγδαληνή, πανέξυπνη, με ομορφιά εφάμιλλη της Αφροδίτης του Βελάθκεθ, μονοστιγμής έγινε ο βωμός της λατρείας μου.
Ο γάμος μας έγινε βιαστικά. Ακόμα με τις πατερίτσες ήμουν.
Στο τρίμηνο απάνω, το πορνίδιο, κατέθεσε αίτηση διαζυγίου με ισχυρισμούς εξωφρενικούς. Για να θολώσει τα νερά, η μικρή σουπιά με είχε κάνει ρεντίκολο!
Αλλά σιγά μην την αφήσω έτσι, εγώ!