Αυτοκρατία
Για φαντάσου, σε ονειρεύτηκα! Ήμασταν στο καταγώγιο του Πειρατή, εκεί που πρωτογνωριστήκαμε, αν θυμάσαι. Άκου περιττολογίες! Ως να μπορούσες να ξεχάσεις…
Μέσα στο μισοσκόταδο, στριμωγμένοι πίσω απ’ τις πλάτες κόσμου πολύ, μα ήταν σαν να μην υπήρχε ψυχή. Ένα κερί τρεμόπαιζε. Στις ανταύγειές του, το χαμόγελό σου μου ψιθύριζε μισόλογα υποσχετικά. Άνοιξες τον κόρφο σου κι απελευθέρωσες θύμησες ξεχασμένες, αρώματα αλλόκοτα, χρώματα απερίγραπτα.
Αίφνης ο χώρος φωτίστηκε, η μαγεία θρυμματίστηκε σε χίλια-δυο κομμάτια κοφτερά. Οι κρότοι, οι λάμψεις, οι κραυγές του πλήθους, γέμισαν τρόμο τα σωθικά μου. Δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω. Σ’ έχασα μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους του μυαλού μου.
Τώρα σε ψάχνω στους λερούς δρόμους της νυχτερινής Μητρόπολης. Ξέρω ότι δεν υπάρχεις μα θα σε βρω, ο κόσμος να χαλάσει.