Ζητιάνος
Ο λιγδιάρης εσχατόγερος, καθισμένος οκλαδόν σε μια γωνιά του πεζοδρόμου, με βλέφαρα μισόκλειστα, μουρμούριζε λόγια ακατάληπτα. Όποτε κανένας διαβάτης πλησίαζε, γούρλωνε τα θολωμένα μάτια του, δυναμώνοντας με τρεμουλιαστή φωνή το παραλήρημά του: «Αντάμωσα τον Έρωτα τη δεύτερη των δριμών του περασμένου Μαΐου. Δεκαεφτάχρονο παλικαράκι, άπραγο, τυφλώθηκα απ’ τη γλύκα του. Βουτώντας σε χείμαρρους παθών αρχέγονων, κολύμπησα αναπόταμα, ως την πηγή των πάντων, απ’ όπου αναβλύζει αίμα αχνιστό. Ξεδίψασα σε ευωχία με σαμοντίβες σαγηνευτικές, υπέροχες στην όψη. Οι μυρωμένες ανάσες τους ψιθύριζαν μελωδίες πρωτάκουστες στ’ αυτιά μου· πρόσφερα τη νιότη μου μ’ αντάλλαγμα τ΄αρχέγονα μυστικά τους, μα εδώ και τώρα, μετανιωμένος ικέτης σας, ομολογώ το μάταιο της σοφίας που κέρδισα.»
Αραιά και που, κάποιοι περαστικοί, πετούσαν λίγα κέρματα στο τσίγκινο τασάκι του.
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick