Ηώς και Τιθωνός
Ο Τιθωνός μουρμούριζε ακατάληπτα, μέσα στον ύπνο του. Αγουροξυπνημένη η Ηώς, σηκώθηκε ανόρεχτα, κοιτάζοντάς με απέχθεια το γέρο της.
Ξημεροβραδιαζόταν με τη ίδια σκέψη, χρόνια τώρα. Οι Ολύμπιοι είχαν αντιρρήσεις, μα εκείνο τ’ άγριο χάραμα, λες και την τύφλωσε η Άτη.
Έμοιαζε να υπνοβατεί, πηγαίνοντας στην κουζίνα. Άδραξε το μεγάλο, κοφτερό μαχαίρι και γύρισε στο άψε-σβήσε. Ανέκφραστη, αποφασισμένη, κάρφωσε με δύναμη τη λάμα στην καρδιά του κοιμισμένου.
Κατάλαβε ότι της χαμογελούσε με ευγνωμοσύνη καθώς του έβγαινε η ψυχή. Βγήκε ανακουφισμένη στην αυλή. Ήξερε· οι Ερινύες δεν θα την έπαιρναν στο κατόπι.
Ανυποψίαστος για τα καθέκαστα ο Ήλιος, μάταια την περίμενε ν΄ ανοίξει τις σταβλόπορτες για την καθημερινή του αρματοδρομία. Ήταν εκείνη η μέρα που, όπως λένε οι παλιοί, δεν ξημέρωσε ποτέ.
#121λέξεις | #121words | #flashfiction | #μικρομυθοπλασία | #Άσκηση_Γραφής |#Raskolnick | 121 Words