Μία Κοινή
Μουρμούριζε ασταμάτητα η μάνα, καθισμένη πάντα στην κουζίνα, καθαρίζοντας πατάτες ή κρεμμύδια στη γωνιά της. Ο πατέρας ήτανε να σκάσει, ο φτωχούλης μου. Έπρεπε να βάλει υποθήκη το κτήμα, να με προικίσει, αν δεν ήθελε να του μείνω στο ράφι. Λίρες χρυσές ζητάνε οι προικοθήρες, αναστέναζε με απόγνωση.
Να ξεμυτίσω δε μ’ αφήνανε, και δεν τους αδικούσα. Τι θα έλεγε η γειτονιά, ο κόσμος; Από την άλλη όμως, δεν ήθελα να βλέπω τον μπαμπούλη μου να λιώνει σαν λαμπάδα.
Ένα βράδυ φτιάχτηκα. Έβαλα κοκκινάδι κι ένα προκλητικό φόρεμα που είχα ράψει στα μουλωχτά· ξεπόρτισα απαρατήρητη. Αν μ’ είχαν δει οι γονιοί μου τότε…
Δε μετανιώνω κι ας μην κατάλαβαν τη θυσία μου, δεν πειράζει. Μπορεί να είμαι πουτάνα, όμως περνώ θαυμάσια…
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick