Ματαιότητα [II]
Ο ήλιος τον χτυπούσε κατακέφαλα. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Είδε από μακριά έναν μονόλιθο να στέκει κραταιός στη μέση του πουθενά. Κατευθύνθηκε κατά κει, μα τα πόδια του τρέμανε, δεν τον βαστούσανε πια.
Γονάτισε αποκαμωμένος στην καυτή άμμο. Μπουσουλώντας, κατάφερε να φτάσει και να χωθεί κάτω από την τσιγκούνικη σκιά του βράχου. Ξεβίδωσε το παγούρι του κι αναποδογυρίζοντάς το, έγλειψε το στεγνό στόμιο. Έβγαλε από την τσέπη του τον τσαλακωμένο χάρτη. Υπολόγιζε ότι η όαση, από κει δεν ήταν ούτε δυο ώρες ποδαρόδρομος. Μόλις σουρούπωνε θα ξεκινούσε. Κάπως θα τα κατάφερνε.
Ο Χάροντας τον περίμενε ξαπλωμένος κάτω από τις φοινικιές, τσιμπολογώντας χουρμάδες, αλλά αυτός δε φάνηκε ποτέ γιατί είχε πάρει λάθος δρόμο.
Η συνάντησή τους θα γινόταν σε ευθετότερο χρόνο.
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_γραφής, #Raskolnick, #photographoftheday #bonsaistoriesflashfiction #bizzare