Νεκροφάνεια
Με φωνάζουνε “Κοράκι”. Τον κακό τους τον καιρό! Με το μπλε μαρέν πανωφόρι “Ούγκο Μπος” σφιχτά δεμένο στη μέση και τον πανάκριβο χαρτοφύλακα στο χέρι, περνιέμαι για τραπεζίτης.
Ο Χαραλάμπης είχε ήδη φορτώσει στη νεκροφόρα τη σωρό του κρονόληρου κι είχε πάρει δρόμο για τα διαδικαστικά.
Καθισμένος δίπλα στη χήρα, σημείωνα τις τελευταίες επιθυμίες του μακαρίτη. Μπουκιά και συχώριο η μαντάμ, δεν είχα τον παραμικρό ενδοιασμό όταν μυρίστηκα ότι είχε κέφια γι’ άλλα.
Κλείνοντας το σημειωματάριό μου, ετοιμαζόμουνα να εντείνω την επίθεση γοητείας που είχα από νωρίτερα αρχινήσει, όταν χτύπησε το κινητό μου.
“Μαλάκα μου”, άκουσα στην άλλη άκρη της γραμμής το συνεταίρο μου να γελάει, “ζωντάνεψε το γεροντάκι. Πολύς χαβαλές, εδώ στο νεκροτομείο”.
Η τσαπερδόνα με κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει.
(Μια μικροϊστορία, γεννημενη εδώ)
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick