Ο γέρο-Κρης
Ούτε ο ίδιος ξέρει πόσω χρονώ είναι. Ελιάχρονο τονε φωνάζομε. Είναι ο τελευταίος απ’ τους παλιούς, τους μπαρουτοκαπνισμένους.
Κάθεται σταυροπόδι στο μπεντένι κάτω απ’ τη σκιερή μουριά, παρατηρώντας τους περαστικούς ξενομερίτες που του τραβάνε φωτογραφίες. Βγάζει το σαρίκι του. Η αύρα του Λιβυκού χαϊδεύει τώρα στοργικά την πλούσια, κατάλευκη κόμη του.
Σκέφτεται τον εγγονό του που έχει μείνει να δουλεύει την πατρογονική γη· μέσα απ’ τα χέρια τού αρπάζανε το βιός οι χρυσοδάχτυλοι. Ή τη μικρανηψιά που σφουγγαρίζει αγόγγυστα, σκάλες ξενοδοχείων· πείνα και των γονέων· ακόμη-ακόμη και την αφορεσμένη δισεγγόνα κάτω στη Χώρα, που κυλιέται στους βούρκους της ακολασίας.
Περισσότερο αναλογίζεται όσους έχουνε φύγει μετανάστες στις τέσσερεις άκρες του ορίζοντα. Μερικούς αποθαμένους, στο σκοτισμένο του μυαλό, μισεμένους τους λογαριάζει κι αυτούς…
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick, 121 Words