Ο Πατρινός
Γιατί τον φωνάζανε Πατρινό, κανείς δεν ήξερε. Σύρος ήτανε. Χρυσό παιδί και καλός χριστιανός, όλοι τον αγαπούσαμε· αλλά τραβούσε κορδέλα βρε παιδί, του’ χε λασκάρει η βίδα, πώς το λένε;
Με το ποδήλατο, πάνω-κάτω, όργωνε ακάματος τους δρόμους της Χαλκίδας.
Πού το ‘χε κονομήσει το σαράβαλο; Ίσως του το ‘χανε πασάρει οι παπάδες· τους έκανε θελήματα κι εκείνοι τον φροντίζανε.
“Κάτσε μεσημεριάτικα βρε πουλάκι μου να ξαποστάσεις λιγάκι”, του φώναξε η καντηλανάφτισσα που εκείνη την ώρα σκούπιζε τον αυλόγυρο του Αγιώργη. Με μια καλαθούνα στο ένα χέρι, το σκουριασμένο τιμόνι στο άλλο, έφευγε φουριόζος, ο λωλός.
Την άλλη στιγμή, σαν να έχασε την ισορροπία του, κυλίστηκε άψυχος στην καυτερή άσφαλτο. Το θερμόμετρο εκείνη την ώρα έδειχνε 45,8 βαθμούς Κελσίου υπό σκιάν.
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick