Κακό Συναπάντημα
Η Αναχώρηση
Είχε τακτοποιήσει τις υποθέσεις του και κοντοζύγωνε η ώρα να πάρει των ομματιών του. Οι χωριάτες του συνιστούσαν φορτικά, να προτιμήσει το ανηφορικό, κακοτράχαλο μονοπάτι, μέσα απ’ τα βουνά. Από κει πηγαίνανε κι οι ίδιοι, όποτε κατεβαίνανε στην Καστροπολιτεία, τον προειδοποιούσαν χωρίς περισσότερες εξηγήσεις. Μόνο μια μισότυφλη, καμπούρα εσχατόγρια με τρεμουλιαστή φωνή, κάτι ακατανόητα λόγια του μουρμούριζε για νούφαρα, νεράιδες και κατάρες. Παρά τις ορμήνιες όλων, εκείνος διάλεξε το κατηφορικό καλντερίμι προς τη μεριά της λίμνης.
«Άθλιοι, αγροίκοι! Πώς να πάνε μπροστά με τέτοιες δοξασίες;», σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του, καβάλα στο φαρί του. Μα δίνοντας τόπο στην οργή, έβαλε κάτι γέλια δυνατά, γάργαρα, και με τις φτέρνες χάιδεψε την κοιλιά της γοργοπόδαρης φοράδας του, που άνοιξε τον τριποδισμό της…
Η Διαδρομή
Ιππεύοντας, γύρισε κι έριξε μια τελευταία ματιά πίσω απ’ την πλάτη του. Το καμπαναριό της εκκλησίας, μέσα στην αχλύ του λυκαυγούς, σαν να τον αποχαιρετούσε.
Ακούς εκεί! Να κατασκοτώσει το άλογό του στα κατσάβραχα επειδή, τάχα μου, τ’ αερικά καιροφυλαχτούν! Έδιωξε απ’ το μυαλό του τις χωριάτικες δεισιδαιμονίες και τις αισχρές παραδοξολογίες της γριάς, καθώς ο ηλιάτορας, κραταιός, ξεμύτιζε μέσα απ’ τη ροδόχρωμη γραμμή των ανέφελων οριζόντων. Πέρα απ’ τις κορυφές μιας απέραντης, πράσινης θάλασσας από σημύδες που λικνίζονταν στο απαλό, πρωινό αεράκι, αχνοφαινόταν μια υποψία γαλάζιου· θα ήταν η στοιχειωμένη λίμνη που, μόνο στη σκέψη της, οι χωριάτες τα έκαναν επάνω τους. Εκεί λογάριαζε να περάσει τη νύχτα του, πριν συνεχίσει την πορεία του. Κάγχασε με την ανοησία του κοσμάκη.
Η Συνάντηση
Σουρούπωνε γρήγορα, ίσως γρηγορότερα απ’ ό,τι θα υπαγόρευε η τετράγωνη λογική του, μ’ αυτός, μαγεμένος από την ανείπωτη ομορφιά του παραλίμνιου τοπίου, δεν έδινε σημασία. Ο φτωχούλης του Θεού, δεν είχε πάρει χαμπάρι το παραμικρό! Αίφνης, μια στιγμιαία οιμωγή, απόκοσμη, θρυμμάτισε την αρμονία των κελαηδημάτων και των θροΐσμάτων του δάσους. Τράβηξε τα γκέμια, έκπληκτος· το άμοιρο τετράποδο, πιότερο διαισθαντικό απ’ τον φυρομυαλισμένο αφέντη του, χλιμίντρισε νευρόσπαστα, σα να διαμαρτυρόταν που καθυστερούσαν να απομακρυνθούν από κείνο το αλλόκοτο μέρος.
Ξεπέζεψε, κι ούτε καν απόρησε από τη απότομη σιγαλιά που, σαν πένθιμο πέπλο, είχε κουκουλώσει την πλάση.
Κάτω από μια κλαίουσα τροφαντή στην ακρολιμνιά, μέσα στα πυκνά βάτα, καθισμένη ανακούρκουδα, μια μαυροφορεμένη κυρά, λυσίκομη, με γυρισμένη την πλάτη, κάτι σαν αρχαία προσευχή σιγοψιθύριζε.
Το Βίωμα του Τέλους
Έλεγα να πλησιάσω πιο σιμά, να δω μην είχε καμιάν χρεία η άγνωστη, όταν σηκώθηκε απότομα ένας αγέρας παγωμένος, σφυριχτός. Τα νερά ανατρίχιασαν· μαζί κι εγώ, καθώς την είδα να ορθώνεται και να στρέφεται προς το μέρος μου. Τα μάτια της λαμπύριζαν μ’ ένα φέγγος απόκοσμο. Ο άνεμος ανακάτευε τα μαλλιά της διαβολεμένα· μού μοιάζανε για φίδια αγριεμένα, έτοιμα να χιμήξουνε, να πιούνε την ψυχή μου. Όπως ερχότανε καταπάνω μου με μικρά, υπολογισμένα βήματα, σα να ξύπνησα από λήθαργο, συνειδητοποιώντας ότι ετούτη η μάγισσα ήταν αποφασισμένη να μου τελέψει τη ζωή. Έκανα να φύγω, μα τα ποδάρια μου δε μ’ ακούγανε, λες κι ήτανε ριζωμένα.
Η ομίχλη βρίθει από νούφαρα· ένα απ΄αυτά τώρα κι εγώ. Μακάρι να’ χα ακούσει τους χωριάτες…
“Κακό Συναπάντημα” © 2020 (μια αληθινή ιστορία σε τέσσερα επεισόδια των 121 λέξεων, ακριβώς). Πρώτη δημοσίευση, Η καρδιά των καρτών @ https://www.openbook.gr/500-words-halloween-flash-fiction/
Αναδημοσιεύεται με την ευκαιρία της εικονογραφικής συνδρομής του Σωτήρη Τας, a.k.a. Soter (R.I.P.)
#flashfiction #μικρομυθοπλασία
Περισσότερες ιστορίες 121 λέξεων ακριβώς από τον Αλέξανδρο Ρασκόλνικ