H Τοιχογραφία
Απέραντοι δρόμοι, άδειοι, λεροί· κι η άσφαλτος ν’ αφρίζει· ο μεσημεριανός ήλιος, ανελέητος, ρίχνει τα πυρακτωμένα δόρατά του. Δυο τροχονόμοι, κρυμμένοι στη σκιά ενός ουρανοξύστη, με έντονες χειρονομίες συνομιλούν για τα οικογενειακά τους. Παραδίπλα κάτι περιπατητές με χοντρές άσπρες κάλτσες και χοντρομμένα δερμάτινα σανδάλια, χτυπημένοι κι αυτοί από τη ζέστη, δείχνουν σα να τελεύουν.
Μέχρι και οι ζητιάνες, που άλλες μέρες γεμίζουν τα πεζοδρόμια, έχουν αποσυρθεί για μια σιέστα· το ίδιο κι οι ταξιτζήδες. Ταξί, ούτε γι’ αστείο. Αντέχω ακόμα, σκέφτηκα, και πήρα αριστερά τη Θεμιστοκλέους. Ρημαγμένος ο τόπος, ενοικιαστήρια παντού, κατεβασμένα ρολά, βρώμα, δυσωδία, γουρσουζιά…
Ας είναι καλά οι Θεοί που μου έστειλαν καλοποιό πνεύμα· με τράβηξε απ’ το μανίκι, κάνοντάς με να κόψω απάνω δεξιά· και τότε την είδα.
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick