O στραβός δρόμος του Kαλαϊτζάκη
Καθισμένος ανακούρκουδα στη σκοτεινή γωνιά ενός πολύβουου κελιού στα υπόγεια του “Μεταγωγών”, ο Kαλαϊτζάκης καπνίζει ένα σέρτικο. Αναλογίζεται τα μικράτα του, το γανωματζίδικο· τον παππού σκυμμένο, να μαστορεύει τα μπακίρια.
“Που και που, ο γέροντας σταμάταγε τη δουλειά, γυρνούσε το ξυρισμένο κεφάλι του προς το μέρος μου, φαφούτης γελαστός. Ευτυχισμένα χρόνια!
”Πώς τα φέραν έτσι οι Μοίρες, ούτε οι ίδιες δεν ξέρουν. Έφταιγε η πρόοδος κι οι μοντέρνες κατσαρόλες που πασάρουν οι δοσατζήδες.
”Κατάμονος ήμουνα, τον γέρο τον πήρε ο Θεός· χωρίς στον κόσμο ριζικό, μα τα κατάφερα. Εξαπάτησα, έκλεψα, έκανα τα πάντα όλα για να έχω τα ελέη του Κυρίου στα πόδια μου.
”Ύστερα έσπασε ο Διάολος το ποδάρι του και βρέθηκα σιδερωμένος. Κρίνοντας απ’ το αποτέλεσμα, όλα ανάποδα ήρθανε.”
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick