Αδημονία
Δεν είχε κλείσει μάτι, όλη νύχτα. Σηκώθηκε από το κρεββάτι, προσέχοντας μην την ξυπνήσει. Το φως της ημέρας, μπαίνοντας από τ’ ανοιχτό παράθυρο, γλύκαινε τις σκιές του ρυτιδωμένου της προσώπου. Ο ήλιος που ανέτελλε, γινόταν τάχιστα σκληρός, σ΄ εκείνον τον διαβολότοπο που είχαν ναυαγήσει.
Τράβηξε να κλείσει τα παραθυρόφυλλα. Το τρίξιμο των σκουριασμένων μεντεσέδων της τάραξε τον ύπνο. «Σ΄ έναν άλλο κόσμο, σ΄ έναν άλλο χρόνο, θέλω να μεταφερθούμε μωρό μου», μουρμούρισε στον ύπνο της, γυρίζοντας πλευρό.
Ντύθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι για το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο ρολόι της πλατείας. Το ταχυδρομικό κατάστημα, αργούσε ακόμα για ν΄ ανοίξει. Οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν. Καθυστερούσε απελπιστικά, η άφιξη των ανταλλακτικών της χαλασμένης τους χρονομηχανής.
#121λέξεις | #121words | #flashfiction | #μικρομυθοπλασία | #Άσκηση_Γραφής |121 Words