Αποκάλυψη
Άνοιγε τα δύσβατα μονοπάτια της ζωής, κραδαίνοντας τη δίκοπη σπάθα του από δαμασκηνό ατσάλι· στο πέρασμα του χρόνου είχε ξεχάσει πού, πότε και πώς είχε σκυλεύσει εκείνο το πολύτιμο εργαλείο του θανάτου. Έσπερνε στο διάβα του πτώματα και μπαστάρδια, χωρίς ποτέ του να κοιτάζει πίσω. Ούτε θεοί ούτε δαίμονες τον τρόμαζαν, γιατί πουθενά δεν πίστευε, παρεκτός στον εαυτό του.
Μια νύχτα, στρογγυλοκαθισμένος σε μια απόμερη γωνιά ενός πανάθλιου πανδοχείου, έπινε την παχύρρευστη μπύρα του, απολαμβάνοντας το τραγούδι της βροχής που χόρευε στα κεραμίδια. Αίφνης, αισθάνθηκε το χέρι του Χάρου, να σφίγγει δυνατά την πέτρινη καρδιά του. Εκείνη την ύστατη στιγμή, επινόησε τον Θεό του. Κατ’ εικόνα και ομοίωση του, αλλά ξαρμάτωτος και λευκοντυμένος, αποκαλύφθηκε μπροστά του λαμπερός κι αγέλαστος τον πήρε.
#121λέξεις | #121words | #flashfiction | #μικρομυθοπλασία | #Άσκηση_Γραφής |#Raskolnick | 121 Words