Εκδίκηση

Alexandros Raskolnick
4 min readNov 1, 2023

--

Άγνωστος καλλιτέχνης

Αν μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες φταίμε, έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου, μέχρι που κατανίκησα την απέχθεια για τα ζαρωμένα κορμιά με τα μαραμένα στήθια. Αριστούχος της Αρχιτεκτονικής με διδακτορικό στα δομικά υλικά της ελληνιστικής περιόδου, αν ήθελα να επιβιώσω, μόνο ως θηριοδαμαστής θα μπορούσα να δουλέψω, που λέει το γνωστό ανέκδοτο. Επειδή, όμως, στα τριάντα μου είμαι ένα ομορφόπαιδο μ’ ευγενικούς τρόπους, μου ήρθε βολικότερο να γίνω καβαλιέρος ώριμων κυριών. Η Αριάδνη, μια καλοσιτεμένη κληρονόμος κάποιας ναυτιλιακής που δούλευε ρολόι, ήταν η τελευταία μου κατάκτηση. Όταν με πρωτοείδε, της κόπηκαν τα πόδια, όπως μου εξομολογήθηκε αργότερα, μετά τον τρίτο της οργασμό, ανάβοντας τσιγάρο. “Έχω σχέδια για σένανε, αγόρι μου”, γουργούρισε, φυσώντας τον καπνό στο πρόσωπό μου.

Ο καθρέφτης μου έλεγε μονότονα ότι ο χρόνος δεν αστειεύεται, αλλά εγώ το είχα βάλει ινάτι να του βγάζω κοροϊδευτικά τη γλώσσα, με κάθε αφορμή. Όπως και να’ χει όμως, δεν το περίμενα με τίποτα αυτό που έπαθα μαζί του. Απ’ το κρεββάτι μου έχουνε περάσει τόσοι και τόσοι επιβήτορες, οι καλύτεροι της πιάτσας, αλλά ετούτος εδώ ο Κούρος με το πανώριο του παράστημα, τους κορακίσιους βόστρυχους απλωμένους στους φαρδείς του ώμους και τα αμυγδαλωτά μάτια, έβαλε φωτιά στα τόπια· σαν δεκαεπτάχρονη παιδούλα ένοιωθα μέσα στην αγκαλιά του. Καθόλου δεν μ’ ένοιαζε η διαφορά της ηλικίας μας ούτε τα ταπεινά του κίνητρα· όταν με χάιδευε ψιθυρίζοντας γλυκόλογα, το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν οι ίμεροι που πλημμύριζαν το μαραγκιασμένο μου κορμί.

Ο πρώτος καιρός ήτανε ανέφελος· αργότερα άρχισε η γκρίνια. Η ζήλεια της, που στην αρχή μου φαινόταν σχεδόν χαριτωμένη, άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται αφόρητη. “Θα σε διώξω”, μου έλεγε μέσα από τα δόντια της, όποτε μ’ έπιανε να τρώγω με τα μάτια καμιά ομορφούλα. Δεν λέω, με αποζημίωνε με τη γενναιοδωρία της, αλλά άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω τις αδυναμίες μου. Πώς συνέβησαν τα πράγματα εκείνο το βράδυ, ούτε που κατάλαβα. Είχαμε γυρίσει από νυχτερινή έξοδο, εγώ αρκετά πιωμένος, εκείνη σε έξαλλη κατάσταση επειδή, τάχα μου, φλέρταρα κάποια πιτσιρίκα στο μπουζουξίδικο που διασκεδάζαμε νωρίτερα. Λίγο το αλκοόλ, λίγο που αισθάνθηκα προσβεβλημένος απ’ την άδικη επίθεση, άρχισα να λέω πράγματα που κανένας ζιγκολό ο οποίος σέβεται τον εαυτό του δεν θα ξεστόμιζε.

Ο ελεεινός, ήθελε και τα ρέστα! Να τον προσκυνώ λες κι ήταν ο Θεός ο ίδιος, να κρέμομαι απ’ τα χείλη του, να ζω για τα χάδια του, να τον γεμίζω πανάκριβα δώρα, κι αυτός ο πουτάνας γιος να κορτάρει το βρομοθήλυκο που στρογγυλοκαθόταν στο διπλανό τραπέζι, σαν να μην ήμουνα εκεί! Δεν ήταν τόσο η αυθάδειά του μπροστά στον καλό κόσμο που χωρίς εμένα ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα είχε συναναστραφεί. Ήταν τα μεθυσμένα λόγια του, όχι για τη σκληρότητα, μα για την αλήθεια τους. Παλιόγρια, με αποκάλεσε· τέτοια δεν ήμουνα; Μα πώς μπορούσα να το ανεχτώ; Η καρδιά μου σφίχτηκε ξεστομίζοντάς το, μα δεν είχα άλλη επιλογή· του ζήτησα χωρίς περιστροφές να μου αδειάζει τη γωνιά.

Θα κόντευε μεσημέρι πια, όταν ξύπνησα. Με το κεφάλι βαρύ, έμεινα για λίγες στιγμές άπραγος να παρατηρώ πίσω απ’ το παράθυρο με τις ολάνοιχτες κουρτίνες, έναν ήλιο μίζερο, τη μια να κρύβεται την άλλη να ξεμυτίζει πίσω από τα γκρίζα σύννεφα που σαν αφηνιασμένα άλογα, κάλπαζαν στον ουρανό. Ο μεταμεσονύκτιος καυγάς, άρχισε να ζωντανεύει μέσα μου, καρέ-καρέ. Τινάχτηκα απάνω σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός, ελπίζοντας ότι κοιμόμουν ακόμα, ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν απαίσιο εφιάλτη, αυτό που με ταλάνιζε. Οι εικόνες τρομακτικές κι η φωνή της λογικής να τις απορρίπτει ορθά-κοφτά. «Δεν μπορεί», ψέλλισα πανικόβλητος. Έριξα βιαστικά κάτι απάνω μου κι έτρεξα στο καθιστικό, στην κουζίνα, στο μπάνιο· παντού έψαξα. Άφαντη, λες και την είχε καταπιεί η γη.

Τα μάτια του, τόσο αγριεμένα, ποτέ μου δεν τα είχα ξαναδεί· σκοτεινά, θολωμένα απ’ το οινόπνευμα, πραγματικά με τρόμαζαν· μα δεν είχα σκοπό να υποχωρήσω, δεν ήμουνα εγώ απ’ αυτές. “Εξαφανίσου από τη ζωή μου αποτυχημένο κάθαρμα”, του πέταξα κατάμουτρα, σε έξαλλη κατάσταση. Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Η ξινίλα του πιόματος στην ανάσα του, μου ανακάτευε το στομάχι. Έβαλα όση δύναμη είχα και τον απώθησα με λύσσα. Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε φαρδύς-πλατύς πεσμένος στα πόδια μου, μα πετάχτηκε αμέσως απάνω σαν αίλουρος, έτοιμος να μου χιμήξει. Την επόμενη στιγμή, τα δυνατά του δάχτυλα τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό μου κι έσφιγγαν, όλο έσφιγγαν. Ξεψυχώντας, άκουγα τον ήχο των μαργαριταριών του περιδεραίου μου που χοροπηδούσαν στους έβενους του πατώματος.

Δεν ήξερα τι να σκεφτώ, κόντευα να τρελαθώ. Περνούσε η ώρα, βράδιαζε, μα το ρολόι στον τοίχο έμοιαζε σταματημένο, κι ας ήταν ο ρυθμός του το μόνο πράγμα που έσπαγε τη νεκρική σιγή. Τότε την άκουσα. Περισσότερο την αισθάνθηκα, δηλαδή· είπα ότι ήταν ιδέα μου. Ήταν πολύ νωρίς για μένα, αλλά σέρβιρα δυο-τρία δάχτυλα ουίσκι σ’ ένα ποτήρι και το κατέβασα μονοκοπανιάς. “Θέλω κι εγώ”, τάραξε το νου μου η προσταγή. Γύρισα και την είδα. Το πρόσωπό της κρυβόταν στις σκιές. Μόνο δυο πυρετικά μάτια έλαμπαν στο σκοτάδι, αλλά η βραχνή φωνή, ήταν η δική της. Με πλησίασε με δυο δρασκελιές, κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά μου και βύθισε τη γλώσσα της στο στόμα μου, ρουφώντας την ψυχή μου.

( Μια ανθρώπινη ιστορία σε επτά επεισόδια των 121 λέξεων ακριβώς: πρώτη δημοσίευση, Tales of the Mind Projects)

Πενήντα ιστορίες σε εικονογραφία του Στάθη, γραμμένες με 121 λέξεις ακριβώς, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις “Φερενίκη”

#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick #halloween, #trickortreat

--

--

Alexandros Raskolnick
Alexandros Raskolnick

Written by Alexandros Raskolnick

All Work And No Play, Makes Raskolnick a Dull Boy.

No responses yet