Εμπρηστής
Εφηβόπουλο, είχε ανέβει στον Ταΰγετο να πολεμήσει τους Ούννους. Τα Δεκεμβριανά τον βρήκανε στην Αθήνα. Σκοτεινοί καιροί. Τον πιάσανε οι Εγγλέζοι. Πώς επέζησε; Θα ήταν από θαύμα. Τον περιλάβανε στα ξερονήσια. Βασανιστήρια, κακό· ο νους του σάλεψε.
Όταν τον αμολήσανε, το θολωμένο του μυαλό τον έφερε μπρος τα πίσω. Στα ώπα-ώπα τoν είχαμε εδώ απάνω, στ’ αρχοντοχώρι μας· τίποτα δεν του έλειπε.
Πέρσι αποτρελάθηκε. Χούφταλο σωστό πια, και παρά τη λολάδα του, ίσως εξαιτίας της, το’ λεγε ακόμα η περδικούλα του. “Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους”, άρχισε να φωνάζει ένα απομεσήμερο, καθισμένος κάτω απ’ τους αιωνόβιους πλάτανους τ’ Αγιωργιού. Τότε, τον είχαμε προλάβει.
Σηκώθηκε φαίνεται αξημέρωτα, ο τρισκατάρατος εσχατόγερος. Χαμπάρι δεν τον επήραμε· ετούτη τη φορά μας τονε λαμπάδιασε τον τόπο.
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick