Nέμεση
Κάποτε, σερμαγιά με το Μάρκο Αγρύπα, αρματώσαμε γερά εκατό πολυήρεις και κινήσαμε με σκοπό να πατήσουμε την Κρήτη.
Άπνοια βασίλευε και καταχνιά, εκείνην την ώρα. Στ’ αμπάρια, οι αλυσοδεμένοι κατεργάρηδες ιδροκοπούσαν πρόσω ολοταχώς. Κοντεύαμε Κύθηρα, όταν γίνηκε το κακό.
Από τη μεριά του Λιβυκού, σκαρφαλώνοντας με ορμή τις απάτητες μαδάρες των Λευκών Ορέων, θεομηνία τρομερή έπεσε και χτύπησε το στόλο.
Σήμανε συναγερμός, αλλά μπροστά στη βούληση των Θεών τι σημασία είχε; Κάποιος νεαρός αξιωματικός με κοριτσίστικο πρόσωπο, πρότεινε να ελευθερώσουμε τους κωπηλάτες απ’ τα δεσμά τους. Όλοι τον κοιτάξαμε ενοχλημένοι.
Ο Ποσειδώνας κάγχασε άγρια. Λυτοί, δεμένοι, όλοι θα πηγαίναμε στον πάτο· μεγάλη η αποκοτιά τους, να θέλουνε οι άθλιοι να μαγαρίσουν το γενέθλιο τόπο του Πατέρα των Θεών, του Βροντoλάλη Δία.
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick, 121 Words