Θρήνος
Βυζανιάρικο ήμουνα, αλλά σαν τώρα τον θυμάμαι να με παίζει στα γόνατά του:
“Εμένα που με βλέπεις, έπιανα την πέτρα και την έστιβα για χάρη της γιαγιάς σου”, γέλαγε.
”Έτσι προκόψαμε. Όλα ρημαγμένα ήτανε όταν ήρθαμε εδώ κάτω, πρόσφυγες του μεγάλου πολέμου. Στήσαμε το τσαρδί μας πάνω στ’ αποκαΐδια. Άρχισε να ξαναπρασινίζει ο τόπος. Τότε σκαρώσαμε και τον πατέρα σου, τις θείες σου, όλα από κει ξεκίνησαν· απ’ την αρχή. Κακό πράγμα ο πόλεμος, εγγονέ”, κατέληγε, αναστενάζοντας βαθιά. Τότε, τα μάτια του σκοτεινιάζανε.
Και να’ μαι τώρα, δεκαεφτά χρόνια αργότερα, άπραγος μέσα στις λάσπες του χαρακώματος. Περιμένουμε τη μεγάλη αντεπίθεση. Δε μοιάζω του παππούλη μου εγώ, δεν αντέχω στις κακουχίες · ψήνομαι στον πυρετό και ξέρω ότι πουθενά δεν έχει να γυρίσω…
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick