Ληστεία
Γύρισε στιγμιαία το κεφάλι, κοιτάζοντας το γέρο· μισοπεσμένος στην άκρη του δρόμου, άχρηστος. Άνοιξε διασκελισμό, αισθανόταν άπιαστος. Η πάνινη τσάντα που κρατούσε σφιχτά στο δεξί χέρι του, ξέχειλη μεγάλα χαρτονομίσματα, δεν τον βάραινε· ίσα-ίσα που έδινε περισσότερη δύναμη στα φτερά των ποδιών του. Πάνω απ’ το συσκοτισμένο, κακόφημο προάστιο, είχε αρχίσει να πέφτει το σκούρο πέπλο μιας νύχτας αφέγγαρης. Όλο και απομακρυνόταν. Με λίγη τύχη θα τα κατάφερνε. Αλλά τι θα γινόταν με το συνεργό του; Θα μιλούσε· όλοι κελαηδάνε στα κλουβιά της κρατικής ασφάλειας!
“O πιτσιρικάς θα γλυτώσει”, σκέφτηκε γονατίζοντας με την ψυχή στο στόμα. Δεν άντεχε να τρέξει ούτε μέτρο παραπάνω. “Άτιμο τσιγάρο”, γρύλισε. Οι μπάτσοι πλησίαζαν, τους άκουγε. Έβαλε το περίστροφο στο στόμα κι αδίστακτος, τράβηξε τη σκανδάλη.
(Μια σχεδόν πραγματική ιστορία)
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick