Μπαρότσαρκα
Περιμένοντας το τρίτο ή τέταρτο ποτό μου, την είδα να μπαίνει. Γνωριζόμασταν εξ όψεως. Της χαμογέλασα. Ήρθε και κάθισε σιμά μου. Η αναπνοή της μύριζε μέντα· η δική μου στριφτά τσιγάρα και αλκοόλ. “Τι πίνεις;” τη ρώτησα. “Αίμα”, απάντησε και γελάσαμε μαζί. Μετά αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε περί ανέμων και υδάτων, ώσπου ο σερβιτόρος δέησε να μας εξυπηρετήσει· γι’ αυτήν έφερε έναν φρεσκοστυμμένο χυμό- ήξερε τις προτιμήσεις της. “Δεν πίνεις;” τη ρώτησα, καρφώνοντας το βλέμμα μου στα τσακίρικα μάτια της, αφού πρώτα ρούφηξα μια μεγάλη γουλιά ουίσκι. “Σου είπα”, απάντησε ναζιάρικα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Παρατήρησα ότι οι μυτεροί της κυνόδοντές εξείχαν χαρακτηριστικά από την αστραφτερή οδοντοστοιχία της· κοιτάχτηκα στον απέναντι καθρέφτη και είπα στον εαυτό μου να σταματήσει να σκέφτεται ανοησίες.
#121λέξεις | #121words | #flashfiction | #μικρομυθοπλασία | #Άσκηση_Γραφής |#Raskolnick | 121 Words