Οι Μοίρες
Κάτω απ’ τη χαμογελαστή Σελήνη, απολάμβαναν τον έρωτά τους ώσπου ο Ηλιος έσυρε απαλά μια πρώτη πινελιά στο σκοτεινό καμβά των οριζόντων.
Συνεννοήθηκαν με τα μάτια· άρχισαν να ντύνονται.
Πιασμένοι χέρι-χέρι, αργοπερπάτησαν ως την άκρη της παραλίας. Κάτι της μουρμούρισε. Εκείνη γέλασε χαρούμενα. Η εξακύλινδρη μηχανή, χαϊδεμένη από το πρώτο πρωινό φως, τους περίμενε υπομονετικά.
Την εκλιπαρούσε η Κλωθώ· με ανείπωτη υπομονή είχε στρίψει το νήμα της ζωής των δύο νέων. Την παρακαλούσε κι η Λάχεσις· με περίσσια μαεστρία είχε φέρει τον ένα στην αγκαλιά της άλλης. Παγερή άκουγε η Άτροπος τις ικεσίες των δυο της αδερφάδων. Είχε πάρει την απόφασή της. Τίποτα δεν θα την έκανε ν’ αλλάξει γνώμη.
Η σύγκρουση της βαριάς μοτοσυκλέτας με το διερχόμενο φορτηγό, ήταν σφοδρή.
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick