Πικραμός
Ώρα καθόμασταν αμίλητοι, δίπλα-δίπλα. Το μολύβι του ορίζοντα, έπεφτε βαρύ μέσα στο ασήμι της θαλάσσης. Ήθελα να της σιμώσω περισσότερο, να πάρω το χεράκι της να το φιλήσω τρυφερά, να της εξομολογηθώ τ’ ανομολόγητα.
«Τα σύννεφα μαζεύονται· ας πηγαίνουμε», ψέλλισε κάποια στιγμή, σπάζοντας την εκκωφαντική σιωπή. Ύστερα στάθηκε όρθια. «Στάσου, πού πας», ήθελα να την εμποδίσω, μα προτού προλάβω ν’ ανοίξω το στόμα μου, είχε κιόλας ροβολήσει την κατηφοριά, σαν αγριοκάτσικο. Έμεινα να την κοιτάζω ώσπου έγινε μια κουκκίδα στο βάθος του μονοπατιού. Κάποτε, σηκώθηκα κι εγώ. Κόντευε να σουρουπώσει. Με το κεφάλι σκυμμένο, πήρα το κατόπι της. Δεν μπορούσα να πω με βεβαιότητα αν αυτά που κυλούσαν στο πρόσωπό μου ήτανε δάκρυα ή οι πρώτες, χοντρές σταγόνες μιας καυτής βροχής.
#121λέξεις, #121words , #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick, 121 Words