Σκηνή Κυνηγιού
Περπατούσε σκυθρωπός μέσα στη χιονοθύελλα. Σκεφτόταν τα πεινασμένα γυναικόπαιδα. Γυρνούσε στον καταυλισμό μ’ άδεια χέρια. Το κυνήγι σπάνιζε πια…
Ξαφνικά, την είδε! Η καρδιά του άρχισε να καλπάζει μέσα στο στήθος του.
Άπλωσε σταθερά το χέρι, παίρνοντας ένα βέλος απ’ τη φαρέτρα του. Όπλισε τη βαλλίστρα, σημαδεύοντας την ελαφίνα. Γεμάτη περιέργεια, η ολόγιομη Σελήνη παραμέρισε τα βαριά της πέπλα, φωτίζοντας τη σκηνή.
Το θήραμα, λαβωμένο, τινάχτηκε· τράπηκε σε φυγή.
Ακολούθησε για ώρες τα ίχνη του αίματος. Κοντά στο ξημέρωμα, τη βρήκε πεσμένη στο χιόνι, στις παρυφές του δάσους. Κοίταξε ψυχρά τα παγωμένα μάτια της Νύμφης. Αδιαφορώντας για τη ομορφιά του γυμνού γυναικείου κορμιού, πήρε το άψυχο φορτίο στους δυνατούς του ώμους.
Εκείνο το βράδυ, τα παιδια θα κοιμούνταν χορτασμένα, σκεφτόταν ικανοποιημένος.
#121λέξεις | #121words | #flashfiction | #μικρομυθοπλασία | #Άσκηση_Γραφής |#Raskolnick | 121 Words