Το Καρτέρι
Είχε αρχίσει να χαράζει. Τα είχε καταφέρει να επιβιώσει για άλλη μια νυχτιά κι ένοιωθε ανακουφισμένος. Μονολόγησε κάτι ακατάληπτο, κοιτάζοντας το σακάτη ήλιο που ξεπρόβαλε πίσω από τα αραιά σύννεφα, στα βάθη της στέπας.
Περπάτησε στους έρημους δρόμους της κωμόπολης, μέχρι την είσοδο της εργατικής πολυκατοικίας που έμενε, στο νούμερο δεκαεπτά της παραποτάμιας λεωφόρου. Έσπρωξε τη μισάνοιχτη εξώπορτα και προχώρησε μέχρι τον ανελκυστήρα. Η μυρωδιά των ούρων που πλημμύριζε τον θάλαμο του τρύπησε τη μύτη, αλλά είχε συνηθίσει.
Το αργοκίνητο μηχάνημα τον έβγαλε στον τελευταίο όροφο, αγκομαχώντας. Ξεκλείδωσε και μπήκε. Εμβρόντητος, βρήκε τη Νύχτα εκεί, βολεμένη στο καθιστικό του να τον περιμένει. Τον κοίταζε αμίλητη. Δεν την τρόμαζε πια αυτός ο αρρωστιάρης ήλιος· είχε προσαρμοστεί Ύστερα, τον τύλιξε και τον κατάπιε.
#121λέξεις | #121words | #flashfiction | #μικρομυθοπλασία | #Άσκηση_Γραφής |121 Words