Όχεντρα
Καπανταής του Δρακουλάκου ήμουνα, όχι αστεία- αυτουνού που ο δίδυμος αδερφός του, αργότερα, έφτασε υπουργός Νήσων!
“Τ’ αφεντικό και τα μάτια σου”, μου ‘χε μουρμουρίσει η μάνα του όταν ανέλαβα το πόστο, ακουμπώντας με τρόπο στην παλάμη μου εφτά χρυσά. “Άγρυπνος λέοντας θα ‘μαι κυρά μου”, της αντιμίλησα, φιλώντας το σταφιδιασμένο χέρι της γριάς. Με την ευχή της πορευόμουνα, μα οι δουλειές του κανακάρη της παραήτανε μυστήριες· συχνά-πυκνά τις νύχτες, έπεφτε πιστολίδι εξαιτίας των καμιονιών του, που πηγαινοφέρνανε κοντραμπάντο.
Τη μέρα που του τη στήσανε και τονε τινάξανε στον αέρα, εγώ ήμουνα με δυο πλευρά σπασμένα από μια ξώφαλτση βολίδα, κλινήρης, αμέτοχος ήμουνα. “Όχι”, σφύριξε η όχεντρα! “Όλοι σας, πανάθεμά σας άπιστα σκυλιά, τον κακό ψόφο του γιόκα μου να ‘χετε…”
#121λέξεις, #121words, #flashfiction, #μικρομυθοπλασία, #Άσκηση_Γραφής, #Raskolnick